- διακυμαίνεται
- διακῡμαίνεται , διακυμαίνωraise into wavespres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διακυμαίνω — διακυμάνθηκα 1. προκαλώ αυξομείωση, κυματοειδή κίνηση. 2. αμετβ., διακυμαίνομαι αυξομειώνομαι, ανεβοκατεβαίνω: Η τιμή των μήλων διακυμαίνεται σύμφωνα με την παραγωγή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)